- αδρασκελιά
- αδρασκελίζω κ.λπ.βλ. δρασκελιά, δρασκελίζω κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- προθετ. + δρασκελιά, -ίζω, κ.λπ.].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δρασκελιά — και αδρασκελιά και δρασκελισιά και δρασκέλα, η και δρασκέλισμα, το 1. ο διασκελισμός, το άνοιγμα των σκελών 2. η απόσταση μεταξύ δύο ανοιγμένων ποδιών, βήμα 3. μέτρο μήκους ενός μέτρου περίπου 4. πολύ μικρή έκταση γης. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + σκελιά] … Dictionary of Greek